Πλαστογραφία

Το ζήτημα της διαφοράς της διάταξης του 216 ΠΚ (πλαστογραφία) και του 217 παρ. 3 (πλαστογραφία πιστοποιητικών) έχει απασχολήσει αρκετά τη νομολογία του Αρείου Πάγου τα τελευταία έτη. Ήδη έχουν αρχίσει να διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις στη νομική θεωρία, διαφωνούντες με το σκεπτικό του ανώτατου δικαστηρίου.

Το αδίκημα της πλαστογραφίας τυποποιείται, στη βασική του μορφή, στη διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ. Μετά τη δημοσίευση και θέση σε ισχύ του Ν. 4619/2019, το αδίκημα της πλαστογραφίας πιστοποιητικών -άρθρο 217 ΠΚ- υπέστη και αυτό αλλαγές, ιδίως με την προσθήκη της τρίτης παραγράφου, που τυποποιεί την πλαστογραφία, όταν τελείται με τον ειδικό σκοπό της λήψης θέσης εργασίας ή διεκδίκησης υψηλότερης μισθολογική ή βαθμολογική προαγωγή στο δημόσιο/ιδιωτικό τομέα. Συγκεκριμένα, το νέο 217 παρ. 3 ΠΚ τίθεται ως ακολούθως:

«Με φυλάκιση τιμωρείται όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει πτυχίο ή κάθε πιστοποιητικό γνώσεων ή δεξιοτήτων, ή νοθεύει γνήσιο ή κάνει χρήση αυτών, με σκοπό να καταλάβει θέση εργασίας ή να διεκδικήσει βαθμολογική ή μισθολογική προαγωγή στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα».

Η αντικειμενική υπόσταση του εν λόγω ειδικού αδικήματος απαιτεί κατάρτιση πλαστού/νόθευση πτυχίου ή οποιουδήποτε πιστοποιητικού γνώσεων/δεξιοτήτων, ή χρήση των εν λόγω εγγράφων. Για την υποκειμενική υπόσταση, απαιτείται δόλος, τόσο γνώσης όσο και θέλησης, σχετικά με την πραγμάτωση όλων των περιστατικών που συναποτελούν την πράξη. Ακόμη, απαραίτητο είναι να υπάρχει σκοπός της κατάληψης θέσης/βαθμολογικής ή μισθολογικής προαγωγής στο δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, από τον τελούντα το αδίκημα. Αυτός ο ειδικός σκοπός αποτελεί την υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος.

Η διάταξη του άρθρου 216 ΠΚ, το οποίο τυποποιεί γενικά το αδίκημα της πλαστογραφίας, είναι η ακόλουθη:

1. Όποιος καταρτίζει πλαστό ή νοθεύει έγγραφο με σκοπό να παραπλανήσει με τη χρήση του άλλον σχετικά με γεγονός που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες τιμωρείται με φυλάκιση και χρηματική ποινή.

2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος για τον παραπάνω σκοπό εν γνώσει χρησιμοποιεί πλαστό ή νοθευμένο έγγραφο.

3. Αν ο υπαίτιος των πράξεων των παρ. 1 και 2 σκόπευε να προσπορίσει στον εαυτό του ή σε άλλον περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον ή σκόπευε να βλάψει άλλον, τιμωρείται:

α) εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία είναι ιδιαίτερα μεγάλη, με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) μηνών και χρηματική ποινή,

β) εάν το συνολικό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει τις εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ, με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη και χρηματική ποινή.

4. Αν οι πράξεις των παρ. 1 και 2 στρέφονται άμεσα κατά του νομικού προσώπου του ελληνικού Δημοσίου, των νομικών προσώπων Δημοσίου Δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και το συνολικό περιουσιακό όφελος ή η συνολική ζημία υπερβαίνει συνολικά τις εκατόν είκοσι χιλιάδες (120.000) ευρώ, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον δέκα (10) ετών και χρηματική ποινή έως χίλιες (1.000) ημερήσιες μονάδες. Οι πράξεις αυτές παραγράφονται μετά είκοσι (20) έτη.

Γίνεται κατανοητό ότι το αδίκημα της πλαστογραφίας στη γενική του μορφή απαιτεί την πρόκληση βλάβης τρίτου ή του Δημοσίου/ιδιωτικού τομέα, για να εφαρμόζεται έναντι της ειδικότερης διάταξης του 217 παρ. 3 ΠΚ. Σ’ αυτή την άποψη καταλήγει και η νομολογία, με πρόσφατη την ΑΠ 765/2012 (αλλά και προηγηθείσες ΑΠ 592/2021, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 446, ΑΠ 1852/2020, ΑΠ 720/2020, ΠοινΧρ (ΟΒ/2022), 443, ΠραξΛογΠΔ (2021), 158). Κατά τη γνώμη αυτή του ανώτατου δικαστηρίου, τελέστηκε πλαστογραφία του 216 ΠΚ, καθώς ο κατηγορούμενος με την πράξη του σκόπευε να αποκομίσει περιουσιακό όφελος για τον εαυτό του, βλάπτοντας παράλληλα συνυποψήφιό του, ο οποίος θα καταλάμβανε την ίδια θέση και υπέστη βλάβη ισόποση με το όφελος του κατηγορουμένου, δηλαδή την είσπραξη των αποδοχών του (ΑΠ 720/2020), ή με βλάβη του Δημοσίου, το οποίο κατέβαλε τις αποδοχές στον κατηγορούμενο (ΑΠ 592/2021). Όπως διευκρινίζουν οι σχετικές δικαστικές αποφάσεις, εκτός από τον σκοπό του κατηγορουμένου, πρέπει να αποδεικνύεται και η επέλευση ζημίας σε τρίτο. Σε άλλη περίπτωση, εφαρμόζεται το 217 παρ. 3 ΠΚ.

Κατά την αντίθετη άποψη που διατύπωσε ο Εφέτης κ. Χαράλαμπος Σεβαστίδης, η άποψη της νομολογίας είναι προβληματική, διότι η πρόκληση της ζημίας σε τρίτο, ειδικά στον εργοδότη που κατέβαλε τις αποδοχές, εξαπατώμενος από πλαστά πιστοποιητικά του κατηγορουμένου, αλλά και η βλάβη του συνυποψηφίου που δεν κατέλαβε τη θέση λόγω των πλαστών δικαιολογητικών που προσκόμισε ο κατηγορούμενος, έχουν ήδη αξιολογηθεί από το νομοθέτη που θέσπισε τη συγκεκριμένη διάταξη, καθώς η καταβολή του μισθού από τον εργοδότη και το πλεονέκτημα έναντι άλλου υποψηφίου είναι συνεκτικά στοιχεία της τέλεσης της ειδικής πλαστογραφίας του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ.

Επίσης, το έννομο αγαθό που προστατεύεται από τη διάταξη του άρθρου 217 παρ. 3 ΠΚ, καθώς και του 216 ΠΚ, είναι η δημόσια πίστη των εγγράφων, όχι η περιουσία τρίτων, συνεπώς δε γίνεται να αξιολογούνται από τη νομολογία στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στην αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος, εφόσον δε συνδέονται με το έννομο αγαθό που προστατεύουν αυτές οι διατάξεις. Σε αντίθετη περίπτωση, η νομολογία αποκλείει την εφαρμογή του 217 παρ. 3 ΠΚ, ενώ η διάταξη προστατεύει το ίδιο έννομο αγαθό με εκείνην του 216 ΠΚ. Τέλος, κατά την ίδια άποψη, η ερμηνεία του Αρείου Πάγου καθιστά, σε πρακτικό επίπεδο, ανεφάρμοστη τη διάταξη του 217 παρ. 3 ΠΚ, καθώς δε γίνεται κατάληψη θέσεως εργασίας ή προαγωγή (βαθμολογική - ιεραρχική) χωρίς να συνοδεύεται από καταβολή μισθού/αυξημένου μισθού από τον εργοδότη και απόκτηση πλεονεκτήματος έναντι άλλων συνυποψηφίων.