Αδικοπρακτική Ευθύνη

Νομοθεσία - Νομολογία

Η ευθύνη από αδικοπραξία, κατά τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, γεννάται όταν κάποιος αποζημιώσει παράνομα και υπαίτια άλλο πρόσωπο. Το στοιχείο της παρανομίας συνίσταται στο ότι η συμπεριφορά παραβιάζει ένα δικαϊικό κανόνα, είτε με μία ενέργεια που στρέφεται εναντίον ενός απαγορευτικού κανόνα δικαίου, είτε με μία παράλειψη που είναι υποχρεωτική βάσει ενός επιτακτικού κανόνα δικαίου. Ακόμα, όπως υποστηρίζει η νομολογία αλλά και η πλειονότητα της θεωρίας, πέρα από την παραβίαση γραπτών δικαιϊκών κανόνων, το άρθρο 912 απαγορεύει και ενέργειες ή παραλείψεις που αντιβαίνουν την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη (άρθρα 281 και 219 ΑΚ) αλλά και τους άτυπους κανόνες επιμέλειας που ισχύουν στις συναλλαγές.

Η θεμελίωση της αδικοπραξίας στηρίζεται στο γεγονός ότι η συμπεριφορά αυτού, που παράνομα και υπαίτια ζημιώνει κάποιον άλλο, δε γίνεται κοινωνικά αποδεκτή. Για το λόγο αυτό, αυτή η θεωρία της παράνομης συμπεριφοράς εντάσσεται στο πλαίσιο της υποκειμενικής ευθύνης, καθώς διευρύνει την ευθύνη του αδικοπρακτούντος, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο παράνομο αποτέλεσμα, αλλά και στη συμπεριφορά του δράστη.

Οι παραβιάσεις νόμων ή κανόνων δικαίου, που αποτελούν αδικοπραξίες, δύνανται να έχουν διαφορετικές μορφές. Πρώτον, οι προσβολές απόλυτων δικαιωμάτων (όλες οι εκφάνσεις του δικαιώματος της προσωπικότητας, όπως η υπόληψη, σωματική ακεραιότητα, γονική μέριμνα, κυριότητα πράγματος). Για την παραβίαση σχετικών δικαιωμάτων, όταν αυτή γίνεται από τον οφειλέτη, τότε τιμωρούνται κανονικά (π.χ. σε ενοχικά δικαιώματα προβλέπονται οι συνέπειες από τα άρθρα 335 επ. ΑΚ). Όταν όμως εμπλέκονται και τρίτα πρόσωπα, ισχύει γενικά ότι τρίτος δε μπορεί να καταστεί υπεύθυνος για αδικοπραξία, ακριβώς γιατί τα σχετικά δικαιώματα ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ συγκεκριμένων προσώπων, οπότε δεν έχουν καθολική ισχύ. Ακόμα, υπάρχουν κάποια ειδικώς οριζόμενα σχετικά δικαιώματα, όπως αυτά που προκύπτουν από διατάξεις του οικογενειακού δικαίου, που δεν παρέχουν αξιώσεις αδικοπραξίας έναντι τρίτων. Για παράδειγμα, η παραβίαση της υποχρέωσης συζυγικής πίστης, δε μπορεί να αποτελέσει βάση αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας, ούτε κατά του ετέρου συζύγου, ούτε κατά του τρίτου με τον οποίο ο σύζυγος διατηρεί εξωσυζυγική σχέση.

Πέρα από την παραβίαση απαγορευτικών κανόνων δικαίου, η παράβαση προστατευτικών νόμων (αυτών που υπερασπίζονται το ιδιωτικό έννομο συμφέρον κάποιου, π.χ. οι διατάξεις που ρυθμίζουν το αδίκημα της απάτης ή της υπεξαίρεσης) επίσης αποτελεί παράνομη συμπεριφορά και συνιστά αδικοπραξία. Γίνεται δεκτό ότι αδικοπραξία λαμβάνει χώρα κάθε φορά που παραβιάζεται το περιεχόμενο μιάς διάταξης, ενώ σε δεύτερο χρόνο εξετάζεται η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της διάταξης και της προκληθείσας ζημίας. Έτσι λοιπόν, ακολουθώντας τη θεωρία του «σκοπού του κανόνα δικαίου» το ζητούμενο είναι αν η ενέργεια του αδικοπρακτούντος στρέφεται εναντίον ενός δικαιϊκού κανόνα γενικά. Ο Άρειος Πάγος (ΑΠ 900/2003, βλ. ΕλλΔνη 2003 1278) έχει κρίνει σχετικά ότι σε περιπτώσεις όπως η διακινδύνευση της ασφάλειας κτιρίων, οι αρμόδιες διατάξεις του ΓΟΚ (Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού) προστατεύουν το ατομικό συμφέρον των ιδιοκτητών γειτονικών ακινήτων, οπότε θεμελιώνεται δικαίωμα αποζημίωσης για αδικοπραξία σε περίπτωση που παραβιαστούν.

Επιπλέον, η παραβίαση του άρθρου 281 ΑΚ, όταν είναι αντίθετη στην καλή πίστη ή στα χρηστά ήθη (συνδυασμός 281 και 919 ΑΚ), με υπαιτιότητα οποιουδήποτε βαθμού ή τύπου, γεννά αδικοπρακτική ευθύνη. Το ίδιο ισχύει και για τους άγραφους κανόνες επιμέλειας που τηρούνται στις κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές, όπως η μη λήψη μέτρων σε ανεγειρόμενη οικοδομή, όταν για παράδειγμα οι συνιδιοκτήτες δεν επισκευάζουν τους τοίχους με αποτέλεσμα να πέφτουν κομμάτια τους στο δρόμο ή σε γειτονικά ακίνητα, ή η ευθύνη της ΔΕΗ για τις ζημίες που προκαλούνται σε επαγγελματικές εγκαταστάσεις, όταν διακόπτει την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος χωρίς έγκαιρη ενημέρωση των πληττόμενων. Επίσης, η παράνομη παράλειψη, όταν υπάρχει μία νομική υποχρέωση (απευθείας από ειδική διάταξη νόμου ή όταν προκύπτει από το πνεύμα του δικαίου, την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη) για επιχείρηση θετικής ενέργειας, γεννά ευθύνη αποζημίωσης λόγω αδικοπραξίας. Για παράδειγμα, η παράλειψη να περιφραχθεί ένας γκρεμός που βρίσκεται κοντά σε χώρο στον οποίο συχνάζει αρκετός κόσμος, παρά την ύπαρξη αντίστοιχης υποχρέωσης που επιβάλλεται από αστυνομική διάταξη, δημιουργεί ευθύνη αδικοπραξίας. Αδικοπρακτική ευθύνη επίσης προκύπτει από την άδικη εκτέλεση, βάσει των σχετικών ρυθμίσεων των άρθρων 940 παρ. 3 ΚΠολΔ.

Τα παραπάνω βεβαιώνονται και από τη νομολογία, με πρόσφατη την ΑΠ 1284/2017, κατά την οποία η θεμελίωση της αδικοπρακτικής ευθύνης βάσει του άρθρου 914 ΑΚ έχει τις εξής προϋποθέσεις: 1) παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά, 2) επέλευση ζημίας, 3) αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Ως παράνομη χαρακτηρίζεται εκείνη η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος (σχετικές και οι ΑΠ 889/2008, 995/2008, 422/2008). Το παράνομο της συμπεριφοράς κρίνεται κατά το αποτέλεσμα, εξαρτάται δηλαδή από το αν έχει προσβληθεί δικαίωμα ή έννομο συμφέρον του ζημιωθέντος. Στην ίδια απόφαση σημειώνεται και ότι η παράνομη συμπεριφορά δε χρειάζεται να παραβιάζει επιτακτικό κανόνα δικαίου, αρκεί συνεπώς η αντίθεση της συμπεριφοράς στο πνεύμα του δικαίου ή τις επιταγές της έννομης τάξης. Ακόμα, λοιπόν, και η παράβαση μιάς γενικότερης υποχρέωσης που επιβάλλεται στα πλαίσια της συναλλακτικής δραστηριότητας των ανθρώπων, δηλαδή μιάς συμπεριφοράς που επιβάλλεται από τα κοινωνικά ήθη και από τη θεμελιώδη αρχή του δικαίου της συνεπούς συμπεριφοράς, από την οποία απορρέει η υποχρέωση λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων.

Πέρα από το στοιχείο της παρανομίας, κατά την ίδια απόφαση, απαιτείται και η υπαιτιότητα του δράστη, δηλαδή να υπάρχει ψυχικός δεσμός μεταξύ δράστη και αποτελέσματος, είτε επιδιώκοντας την ενέργεια (δόλος) είτε χωρίς να έχει λάβει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την αποφυγή του αποτελέσματος (αμέλεια). Για να υπάρχει υπαιτιότητα πρέπει να υπάρχει επίσης ικανότητα προς καταλογισμό. Η ζημία συνεπάγεται αρνητική μεταβολή στα περιουσιακά (αποτιμητά σε χρήμα) ή στα μη περιουσιακά (ηθικά, σχετικά με την προσβολή της προσωπικότητάς του ζημιωθέντος, όπως τιμή, ελευθερία, σωματική και ψυχική υγεία κ.λ.π) αγαθά.

Αναγκαία είναι, ακόμα, η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας, δηλαδή η πράξη ή παράλειψη του ζημιώσαντος να είναι ικανή κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και να μπορεί αντικειμενικά, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 177/2008, 579/2008). Η αναγκαιότητα αυτής της προϋπόθεσης για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση δεν προκύπτει από το νόμο, απορρέει όμως από τις γενικές διατάξεις που καθιερώνουν την ευθύνη.

Για την αδικοπρακτική ευθύνη του άρθρου 932 ΑΚ, απαραίτητη είναι η τέλεση αδικοπραξίας, δηλαδή η τέλεση παράνομης και υπαίτιας πράξης κατά το ΑΚ 914, ή απλά παράνομης πράξης, εφόσον υπάρχει υποχρέωση αποζημίωσης (π.χ. σε περίπτωση αντικειμενικής ευθύνης), χωρίς να είναι αναγκαστικά ποινικά κολάσιμη.

Κατά την ίδια απόφαση του Αρείου Πάγου, για την αδικοπρακτική ευθύνη του άρθρου 919 ΑΚ, η πράξη ή παράλειψη που αντιβαίνει στα χρηστά ήθη χρειάζεται να είναι ανήθικη, αντίθετη δηλαδή προς την κοινή αντίληψη του μέσου συνετού ανθρώπου σχετικά με την ηθική (σχετικές επίσης οι Ολ ΑΠ 2/2008 και ΑΠ 1298/2006). Η ανήθικη αυτή ενέργεια συνοδεύεται από πρόθεση επαγωγής ζημίας, οπότε απαιτείται δόλος του δράστη, την πρόκληση ζημίας σε άλλον και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας (επίσης σχετικά βλ. ΑΠ 1805/2007 και ΑΠ 135/2005).